- ὁπλοποιίᾳ
- ὁπλοποιίαι , ὁπλοποιίαmaking of armsfem nom/voc plὁπλοποιίᾱͅ , ὁπλοποιίαmaking of armsfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὁπλοποιία — ὁπλοποιίᾱ , ὁπλοποιία making of arms fem nom/voc/acc dual ὁπλοποιίᾱ , ὁπλοποιία making of arms fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οπλοποιία — η (Α ὁπλοποιΐα) [οπλοποιός] η κατασκευή όπλων νεοελλ. η τέχνη και η βιομηχανία τής κατασκευής όπλων αρχ. ονομασία τής ραψωδίας Σ τής Ιλιάδας … Dictionary of Greek
οπλοποιία — η 1. η τέχνη κατασκευής όπλων. 2. η βιομηχανία παραγωγής όπλων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὁπλοποιίας — ὁπλοποιίᾱς , ὁπλοποιία making of arms fem acc pl ὁπλοποιίᾱς , ὁπλοποιία making of arms fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁπλοποιίαν — ὁπλοποιίᾱν , ὁπλοποιία making of arms fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁπλοποιιῶν — ὁπλοποιία making of arms fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁπλοποιίαις — ὁπλοποιία making of arms fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οπλοποιικός — ὁπλοποιϊκός, ή, όν (Α) [οπλοποιός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κατασκευή τών όπλων, στην οπλοποιία 2. αυτός που είναι ικανός να κατασκευάζει όπλα 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὁπλοποιϊκή η τέχνη τής κατασκευής όπλων … Dictionary of Greek
οπλουργία — ὁπλουργία, ἡ (Μ) [οπλουργός] η κατασκευή τών όπλων, οπλοποιία … Dictionary of Greek
Νάουσα — I Πόλη (29.870 κάτ.) του νομού Ημαθίας, έδρα του ομώνυμου δήμου (22 637 κάτ.). Είναι χτισμένη στις ανατολικές υπώρειες του Βερμίου κάτω από την κορυφή Ντούρλια (2027 μ.), σε μέσο υψόμετρο 330 μ., δεσπόζει της μεγάλης πεδιάδας της Ημαθίας,… … Dictionary of Greek